Σε συχνό και δυσεπίλυτο πρόβλημα εξελίσσεται στις μέρες μας ο χρόνιος πόνος, μια κατάσταση που αποτελεί αιτία αναπηρίας, με αρνητικές επιπτώσεις. Σύμφωνα με διαθέσιμα επιστημονικά δεδομένα, υπολογίζεται ότι στις αναπτυγμένες χώρες το 30% του πληθυσμού πάσχει από χρόνιο πόνο, με το ένα τρίτο να βιώνει επώδυνες κρίσεις καθημερινά για πολλά χρόνια.
Αυτό το είδος πόνου συχνά υπερβαίνει τη σωματική δυσφορία, γίνεται έντονος ή ακόμα και ανυπόφορος, με αποτέλεσμα να επεκτείνεται η επιρροή του σε διάφορες πτυχές της ζωής, συμπεριλαμβανομένης της ψυχικής υγείας, της κινητικότητας, των κοινωνικών αλληλεπιδράσεων και των γνωστικών ικανοτήτων.
Η ανάγκη για τους πάσχοντες να ζουν για μεγάλα χρονικά διαστήματα χωρίς να πονούν, κατέστησε επιτακτική την εύρεση νέων τρόπων αντιμετώπισης και σήμερα η έρευνα και η πρόοδος της ιατρικής τεχνολογίας έχει φέρει καρπούς.
«Ο πόνος είναι ο μηχανισμός αυτοσυντήρησης του σώματος. Λειτουργεί ως προειδοποίηση ότι κάτι συμβαίνει ή πρόκειται να συμβεί που χρήζει προσοχής. Είναι περίπλοκος και υποκειμενικός και γι’ αυτό δεν μπορεί να περιγραφεί εύκολα. Ανεξαρτήτως αιτίας, ταλαιπωρεί και επηρεάζει τους ανθρώπους συχνά σε σημείο που δεν μπορούν να απολαύσουν τη ζωή τους.
Οι δύο κύριες κατηγορίες είναι ο αλγαισθητικός πόνος και ο μη αλγαισθητικός. Ο πρώτος προκαλείται από την ενεργοποίηση των αλγοϋποδοχέων, οι οποίοι ανταποκρίνονται σε ερεθίσματα που απελευθερώνονται από κύτταρα που έχουν υποστεί βλάβη. Στη δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνονται οι πόνοι που προέρχονται από δυσλειτουργία ή βλάβη του περιφερικού ή του κεντρικού νευρικού συστήματος (νευροπαθητικός και συμπαθητικός πόνος).
Μπορεί να είναι οξύς και περιορισμένης διάρκειας- προειδοποιητικό σημάδι τραυματισμού ή ασθένειας- ή μια κατάσταση που επιμένει για μήνες ή και χρόνια. Για πολλούς ανθρώπους, ο πόνος είναι η ίδια η ασθένεια.
Ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις υποχωρεί με την επούλωση ή θεραπεία της βλάβης, σε ένα ποσοστό ασθενών, ο πόνος εξελίσσεται σε χρόνια κατάσταση. Χαρακτηρίζεται χρόνιος όταν επιμένει για περισσότερο από 3 μήνες.
Ο χρόνιος πόνος θεωρείται διαταραχή του κεντρικού νευρικού συστήματος. Σχετίζεται με ενεργοποίηση διαφόρων δικτύων και γι’ αυτό επηρεάζει πολλές συνιστώσες όπως αισθητηριακές, συναισθηματικές, γνωστικές και συμπεριφορικές», εξηγεί ο Nευροχειρουργός δρ Δημήτριος Πέιος, υπεύθυνος του Ιατρείου Πόνου και Λειτουργικής Νευροχειρουργικής της Osteon Orthopedic & Spine Clinic.
Στην Ευρώπη ταλαιπωρεί το 20% των περίπου 740 εκατομμυρίων ανθρώπων που υφίσταται κάποιο επεισόδιο έντονου πόνου. Το 34% των ασθενών τον περιγράφουν ως σοβαρό.
Ο χρόνιος πόνος μπορεί να πυροδοτήσει έναν χείμαρρο ψυχολογικών διεργασιών που οδηγούν σε αλλαγές στην αντίληψη, την προσοχή, τη διάθεση, τα κίνητρα, τη μάθηση και τη μνήμη. Περιορίζει τη σωματική ικανότητα που οδηγεί συχνά σε κοινωνική απομόνωση και τελικά σε συναισθήματα μοναξιάς και κατάθλιψης. Επηρεάζει τη συναισθηματική υγεία και προκαλεί έντονη ψυχολογική επιβάρυνση. Η συνεχής προσπάθεια αντιμετώπισής του γίνεται αιτία άγχους και κατάθλιψης. Συμβαίνει όμως και το αντίθετο: η κατάθλιψη προκαλεί χρόνιο πόνο, διότι οι δύο καταστάσεις μοιράζονται παρόμοιες αλλαγές στη νευροπλαστικότητα και περιλαμβάνουν επικαλυπτόμενους νευροβιολογικούς μηχανισμούς.
Καθώς ο πόνος εξελίσσεται σε χρόνια πάθηση, οι αρνητικές συναισθηματικές καταστάσεις μπορεί να συνοδεύονται από άλλες συναισθηματικές διαταραχές όπως διαταραχές ύπνου και αυτοκτονικό ιδεασμό. Μια ανασκόπηση έδειξε ότι ο ίδιος ο χρόνιος πόνος είναι ανεξάρτητος παράγοντας κινδύνου για αυτοκτονία.
Μία από τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις του στον εγκέφαλο είναι η επίδρασή του στη μνήμη και τη συγκέντρωση, αφού διαταράσσει την ικανότητά του να επεξεργάζεται και να διατηρεί πληροφορίες. Ο χρόνιος πόνος σχετίζεται με μειωμένη φαιά ουσία του εγκεφάλου και μειωμένη γνωστική ικανότητα. Προκαλεί νευροανατομικές και λειτουργικές ανωμαλίες που όμως είναι αναστρέψιμες όταν υποχωρεί.
Δηλαδή, ο χρόνιος πόνος μπορεί να επηρεάσει οργανικά, ψυχολογικά, κοινωνικά, και επαγγελματικά τον ασθενή.
Τα τελευταία χρόνια έχουμε κατανοήσει καλύτερα τον τρόπο που ο πόνος παρατείνεται μέσω των τεχνικών απεικόνισης του εγκεφάλου. Επιστήμονες από όλον τον κόσμο έχουν αναπτύξει νέες τεχνολογίες και τεχνικές που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε καλύτερη διάγνωση και πιο αποτελεσματική διαχείριση του χρόνιου πόνου.
Σήμερα, για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του χρόνιου πόνου, χρησιμοποιούνται συνδυαστικά διάφορες θεραπευτικές προσεγγίσεις, που περιλαμβάνουν φάρμακα, συμπεριφορά, φυσικοθεραπεία και ελάχιστα επεμβατικές τεχνικές.
Στη φαρμακευτική αγωγή περιλαμβάνονται μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα, αντιεπιληπτικοί παράγοντες και αντικαταθλιπτικά.
Η φυσικοθεραπεία επιδιώκει την ύφεση του πόνου χωρίς φάρμακα για τις τυχόν παρενέργειές τους. Ενσωματώνει μια ποικιλία τεχνικών, που ενεργοποιούν τους μηχανισμούς ελέγχου του πόνου του ίδιου του σώματος, όπως την παραγωγή ενδορφινών. Μειώνει τη διεγερσιμότητα των νευρώνων του πόνου, ενισχύοντας την αναστολή στο νευρικό σύστημα, αλλάζοντας το ανοσοποιητικό για την προώθηση της επούλωσης και τη μείωση του πόνου και τη βελτίωση της διάθεσης.
Οι ψυχολογικές θεραπείες, όπως η γνωσιακή συμπεριφορική θεραπεία, βοηθούν τους ανθρώπους να διαχειριστούν τις αλλαγές στη διάθεση, την αντίληψη, τη μνήμη και άλλους παράγοντες που επηρεάζονται από τον χρόνιο πόνο.
«Πολλοί τύποι χρόνιου πόνου αξιολογούνται και αντιμετωπίζονται από νευροχειρουργούς. Η λειτουργική νευροχειρουργική είναι μια από τις πιο ταχέως αναπτυσσόμενες εξειδικεύσεις στον τομέα της νευροχειρουργικής και παρέχει μεγάλη ελπίδα σε ασθενείς με παθήσεις που προηγουμένως δεν αντιμετωπίζονταν.
Όσοι έχουν εξειδικευτεί σε αυτήν, χρησιμοποιώντας ιατρική τεχνολογία αιχμής, μπορούν να απαλύνουν τον χρόνιο πόνο που προέρχεται από μυοσκελετικές παθήσεις – με συχνότερο εκείνον που εμφανίζεται στη μέση και τον αυχένα και δεν μπορεί να θεραπευτεί με χειρουργική επέμβαση για οποιονδήποτε λόγο. Ο πόνος μπορεί να προέρχεται από οστεοπόρωση (μια συχνή πάθηση που προκαλείται όταν το οστό που χάνεται με την πάροδο του χρόνου δεν αναπληρώνεται σε ικανοποιητικό βαθμό) ή σκελετικές ανωμαλίες (όπως σπονδυλολίσθηση, σπονδύλωση, σκολίωση).
Οι νευροχειρουργοί βοηθούν, επίσης, ανθρώπους που εξακολουθούν να πονούν παρά τη χειρουργική αντιμετώπιση των παθήσεων της σπονδυλικής στήλης, όπως δισκοκήλη, σπονδυλική στένωση, ισχιαλγία, αυχενική ριζοπάθεια.
Εκτός, όμως, από τον μυοσκελετικό πόνο, με ελάχιστα επεμβατικές τεχνικές (κατευθυνόμενη έγχυση φαρμάκου, εμφύτευση και διαχείριση αντλίας πόνου, εμφύτευση και διαχείριση νευροδιεγέρτη πόνου, διαδερμικές ραδιοσυχνότητες) μπορούν να επέμβουν στους διαβιβαστές του πόνου και να ανακουφίσουν αυτόν που προέρχεται από νευραλγίες, όπως νευραλγία τριδύμου, μεθερπητική νευραλγία, διαβητική νευροπάθεια, αλκοολική νευροπάθεια, και από αποαπομυελινωτικές παθήσεις εγκεφάλου και νωτιαίου μυελού, όπως η σκλήρυνση κατά πλάκας.
Επίσης, μπορούν να καταπραΰνουν τον πόνο από σύνδρομα νευροπαθητικού πόνου, όπως του σύνθετου περιφερειακού πόνου (CRPS), από κακώσεις εγκεφάλου και νωτιαίου μυελού και του «μέλους φάντασμα» ακρωτηριασμένων μελών, τον πόνο από αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο και τον καρκινικό πόνο.
Αρκετοί ασθενείς απευθύνονται στους νευροχειρουργούς για να αντιμετωπίζουν την ημικρανία και την κεφαλαλγία, διαταραχές κίνησης, όπως η νόσος του Πάρκινσον, η δυστονία και ο τρόμος, το σύνδρομο Tourette, την επιληψία αλλά και ψυχιατρικές καταστάσεις, όπως ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή και κατάθλιψη.
Δεν αρκεί, ωστόσο, μόνο η επιτυχημένη αρχική χειρουργική παρέμβαση. Απαραίτητη προϋπόθεση για την ανακούφιση του πόνου είναι η συνεχής και σωστή παρακολούθηση του ασθενή, προκειμένου τα αποτελέσματα να καλυτερεύουν διαρκώς και ο ασθενής να βελτιώνει την ποιότητα ζωής του», καταλήγει ο δρ Πέιος.