Η έκθεση που δημοσιεύσαμε εννέα περιβαλλοντικοί οργανισμοί αναλύει και εντοπίζει σοβαρά κενά σε κρίσιμα πεδία, όπως είναι η νομοθεσία και διαχείριση, η φύλαξη και η επάρκεια πόρων.

Μόλις πριν από μερικούς μήνες, στην 9η Διεθνή Διάσκεψη για τους Ωκεανούς, που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ανακοίνωνε μια σειρά από δεσμεύσεις για την προστασία των Ελληνικών θαλασσών. Μια από αυτές αφορούσε τη δημιουργία δύο νέων θαλάσσιων πάρκων στο Ιόνιο και το Αιγαίο αντίστοιχα. Παρότι κατ’αρχάς πολύ θετικές πρωτοβουλίες, αναμένεται ακόμα με ενδιαφέρον να διευκρινιστούν τα μέτρα που θα ισχύουν σε κάθε πάρκο, με κυρίαρχη την ανάγκη η κυβέρνηση να ξεκαθαρίσει την θέση της για τα οικόπεδα εξόρυξης υδρογονανθράκων που βρίσκονται στην ίδια περιοχή με το υπό σχεδιασμό θαλάσσιο πάρκο στο Ιόνιο     . Θαλάσσιο πάρκο και υδρογονάνθρακες προφανώς δεν πάνε μαζί.

Πέραν όμως από τις διακηρύξεις και δεσμεύσεις για το μέλλον, ποια είναι η σημερινή κατάσταση των θαλάσσιων πάρκων ή θαλάσσιων προστατευόμενων περιοχών της χώρας;

Σύμφωνα με τα συμπεράσματα μιας έκθεσης που δημοσιεύσαμε πριν λίγες μέρες 9 περιβαλλοντικοί οργανισμοί, οι πυρήνες της θαλάσσιας βιοποικιλότητας της χώρας μας, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, παραμένουν επί χρόνια κυριολεκτικά απροστάτευτοι. Η έκθεση αναλύει και εντοπίζει σοβαρά κενά σε κρίσιμα πεδία, όπως είναι η νομοθεσία και διαχείριση, η διακυβέρνηση, η φύλαξη των περιοχών και η επάρκεια πόρων. Στην χώρα μας έχουν ενταχθεί στο δίκτυο Natura 2000, με αμιγώς επιστημονικά κριτήρια,      174 θαλάσσιες περιοχές που καλύπτουν περίπου το 18% των θαλασσών μας. Αυτός ο σημαντικός αριθμός περιοχών αφενός αντανακλά την οικολογική αξία των ελληνικών θαλασσών, αφετέρου όμως  μεταφράζεται σε διεθνή ευθύνη, στην ανάγκη λήψης θεσμικών και άλλων μέτρων για αποτελεσματική προστασία και διαχείριση.

Σήμερα, μόνο 12 από τις συνολικά 174 θαλάσσιες περιοχές καλύπτονται από κάποιο καθεστώς προστασίας, που στις περισσότερες περιπτώσεις περιορίζεται σε προσωρινά ή αποσπασματικά μέτρα. Με άλλα λόγια, ενώ η Ελλάδα έχει δεσμευτεί ότι θα προχωρήσει στην ουσιαστική προστασία του 30% του θαλάσσιου χώρου της μέχρι το 2030 (ο λεγόμενος “στόχος 30Χ30”), σήμερα, μόλις το 3,4% βρίσκεται σε κάποιο καθεστώς θεσμικής προστασίας. Η κατάσταση αυτή δεν ισχύει μόνο για τις θαλάσσιες περιοχές, αλλά αφορά και το σύνολο των προστατευόμενων περιοχών της χώρας, όπου διαπιστώνονται αντίστοιχα θεσμικά κενά και προβλήματα.

Και όμως, ο ίδιος ο πρωθυπουργός, στο Παγκόσμιο Συνέδριο της Διεθνούς Ένωσης για τη Προστασία της Φύσης το 2021, δήλωνε χαρακτηριστικά: «Δεσμεύομαι προσωπικά πως η ανακήρυξη του καθεστώτος προστασίας για όλες τις περιοχές Natura 2000 θα ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος του 2022». Το αρμόδιο Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας έχει αναθέσει και πληρώσει με κοινοτικούς πόρους τις σχετικές μελέτες εδώ και πέντε χρόνια και ακόμα να ολοκληρωθεί η διαδικασία έγκρισής τους και προώθησης των σχετικών προεδρικών διαταγμάτων, που είναι απαραίτητα για τη θεσμική προστασία των περιοχών αυτών, όπως ορίζει η νομοθεσία.

Σε τοπικό επίπεδο, εκεί ακριβώς που βρίσκονται αυτές οι περιοχές, επικρατεί συχνά η αβεβαιότητα για το τι τελικά ισχύει και τι όχι, τι επιτρέπεται και τι απαγορεύεται. Και για κάποιους      το αίτημα και η προσδοκία πως μέσα από μια θαλάσσια προστατευόμενη περιοχή με όραμα και σαφείς κανόνες, μπορούν να προκύψουν οφέλη για τη θάλασσα αλλά και σημαντικές ευκαιρίες για την τόνωση της τοπικής οικονομίας με την ανάπτυξη δραστηριοτήτων συμβατών με την προστασία, όπως είναι για παράδειγμα, ο καταδυτικός τουρισμός.

Οι θάλασσες μας δοκιμάζονται από την υπεραλίευση, τη ρύπανση, και την κατάληψη της ακτογραμμής ενώ η κλιματική κρίση επιδρά και αυτή καθοριστικά, οδηγώντας σε «τροπικοποίηση», με αύξηση θερμοκρασίας και αυξανόμενη εισβολή ξενικών ειδών. Σε όλο τον κόσμο, οι θαλάσσιες προστατευόμενες περιοχές είναι ένα από τα κρίσιμα εργαλεία για πιο ανθεκτικά και παραγωγικά οικοσυστήματα που πέρα από την δική τους δεδομένη αυταξία, είναι σε θέση να υποστηρίξουν ουσιαστικά το ανθρώπινο ευ ζην.

Η κυβέρνηση έχει τη θεσμική και ηθική υποχρέωση να προχωρήσει άμεσα στην έκδοση των σχετικών διαταγμάτων, να καλύψει τα πολλά κενά στην διαχείριση αυτών των θαλασσινών διαμαντιών και να φανεί συνεπής μεταξύ αυτών που διακηρύσσει και αυτών που τελικά πράττει. Κάθε περαιτέρω καθυστέρηση, είναι σε βάρος των ελληνικών θαλασσών, όσων η επιβίωσή τους εξαρτάται άμεσα από αυτές, αλλά και της ίδιας της αξιοπιστίας της κυβέρνησης.

Του Δημήτρη Καραβέλλα, γενικός διευθυντής, WWF Ελλάς

*Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (24/10/2024).

 wwf.gr