Η πρόταση του ΠΑΣΟΚ για μείωση του ΦΠΑ ήταν ένα από τα θέματα που τέθηκαν στη διάρκεια της συνέντευξης του υφυπουργού παρά τω πρωθυπουργώ, Θανάση Κοντογεώργη, στη «Ναυτεμπορική TV».

Ξεκινώντας, όμως, από ένα γενικότερο οικονομικό πλαίσιο δήλωσε ότι «η οικονομία κινείται σε μια καλή κατεύθυνση και στα μακροοικονομικά βασικά μεγέθη». Από εκεί και πέρα, παρά τις αυξήσεις που έχουν δοθεί στα εισοδήματα, ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού δυσκολεύεται στην καθημερινότητα. «Υπάρχουν άνθρωποι που είναι στο όριο της φτώχειας, αν και βαίνει μειούμενο το ποσοστό αυτό», σημείωσε. Επίσης, αν και ο συσσωρευμένος πληθωρισμός βαίνει μειούμενος, συνεχίζει να επιβαρύνει αρκετά τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Ο κόσμος δεν εισπράττει πλήρως τις αυξήσεις, αναγνώρισε ο κ. Κοντογεώργης.

Όμως, συνέχισε, οι ενισχύσεις του 2024 και ο προϋπολογισμός του 2025 σηματοδοτούν κάτι: δίνουν βάρος στους ευάλωτους, επεσήμανε ο Θ. Κοντογεώργης. Και, αναφέρθηκε στην ενίσχυση, από τον προϋπολογισμό, της υγείας, της παιδείας και της άμυνας. Από το 2019, εξ άλλου, υπενθύμισε, τα κονδύλια για την υγεία και την εθνική άμυνα έχουν αυξηθεί κατά 75%. Σύμφωνα με τον υφυπουργό παρά το πρωθυπουργώ, ο προϋπολογισμός είναι σε ένα πλαίσιο δημοσιονομικής υπευθυνότητας, το οποίο «δεν πρέπει να σπαταλίσουμε, να χαραμίσουμε, η αξιοπιστία της χώρας είναι σημαντική».

Και, όταν υποχωρήσει ο πληθωρισμός, «οι πολίτες να αισθάνονται και να ζουν μια πραγματικά καλύτερη μέρα και ταυτόχρονα τα οικονομικά της χώρας να είναι καλύτερα, όπως είναι αυτή τη στιγμή».

Όπως αναμενόταν, μεγάλο μέρος της συνέντευξης αφορούσε την πρόταση του ΠΑΣΟΚ για μείωση του ΦΠΑ, μια πρόταση που κοστίζει περίπου 4 δισεκ., ανέφερε ο Θ. Κοντογεώργης. Όμως, τα χρήματα αυτά, στο πλαίσιο του Μεσοπροθέσμου και των νέων δημοσιονομικών κανόνων θα πρέπει να προέλθουν από αλλού, άρα «πρέπει να υπάρξει μια περικοπή από κάπου, ώστε να μειωθεί ο ΦΠΑ». Στο σημείο αυτό επικαλέσθηκε τα παραδείγματα άλλων ευρωπαϊκών χωρών, με τελικό συμπέρασμα ότι «η μείωση του ΦΠΑ ειδικά σε αυτή τη συγκυρία δεν περνάει στην τσέπη του καταναλωτή».

Και, για την πρόταση της αξιωματικής αντιπολίτευσης εν προκειμένω, «πέραν του ότι μπορεί να ήταν ατελέσφορη, σε καθαρά δημοσιονομικό επίπεδο είναι εξόχως προβληματική». Χωρίς να της καταλογίζει πρόθεση παραπλάνησης, όπως διευκρίνισε, μια πρόταση με τόσο μεγάλο αποτέλεσμα στον προϋπολογισμό, θα πρέπει να συνοδεύεται από έκθεση από πού θα εξευρεθούν τα ποσά.

Αλλάζοντας θέμα, μιλώντας για τις τράπεζες, υπογράμμισε ότι αυτό που έχει προτεραιότητα, είναι «η καλύτερη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού τομέα». Αναγνώρισε, πάντως, ότι χρειάζεται περισσότερη δουλειά για τις τραπεζικές προμήθειες και τις δανειοδοτήσεις. «Ήδη είδαμε κάποιες μειώσεις στις προμήθειες», παρατήρησε συμπληρώνοντας ότι οι επαγγελματίες διευκολύνονται πλέον μέσω διαφόρων εργαλείων. Στο σκέλος των ιδιωτικών επενδύσεων, των δανειοδοτήσεων και της άντλησης κεφαλαίων, χρειάζεται μια συστηματικότερη δουλειά, αυτή είναι η κατεύθυνση της κυβέρνησης, επέμεινε και αναγνώρισε ότι «στο άμεσο μέλλον πρέπει να δούμε πιο άμεσα αποτελέσματα».

Ερωτηθείς, σε άλλο σημείο, για τη διαγραφή του πρώην πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά, είπε πως δεν αισθάνεται να αφήνει πίσω της ρήγματα. «Προφανώς δεν είναι ευχάριστο γεγονός, όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα», είπε ακόμη για το θέμα. Ωστόσο, συμπλήρωσε, σε κυβέρνηση και Κοινοβουλευτική Ομάδα υπάρχει «ενότητα σκοπού και ανάληψη ευθύνης από όλους» στο παράθυρο ευκαιρίας που ανοίγεται για τη χώρα. «Είμαστε όλοι ταγμένοι σε αυτό το καθήκον».

Για τις σχέσεις της κυβέρνησης με τα κόμματα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, έκανε λόγο για μέτωπο λογικής και μετριοπάθειας στο δημόσιο λόγο και στο ευρύτερο πολιτικό περιβάλλον. Εκτίμησε δε, ότι το εκλογικό τοπίο θα σταθεροποιηθεί στο επόμενο εξάμηνο και στο τέλος της τετραετίας οι πολίτες θα αξιολογήσουν κυβέρνηση και κόμματα.

Για την άνοδο της ‘Ακρας Δεξιάς παρατήρησε πως είναι ένα φαινόμενο με πανευρωπαϊκό χαρακτήρα. Στα καθ’ ημάς, η Νέα Δημοκρατία δεν απορρίπτει τους πολίτες που τοποθετούνται τώρα δεξιότερα αυτής.

Αμέσως μετά μίλησε για το διαμορφωτικό ρόλο που παίζει πλέον η Ελλάδα και στο πλαίσιο αυτό ενέταξε και την επίσκεψη του γ.γ. του ΝΑΤΟ στη χώρα μας. «Η αποτρεπτική δύναμή μας έχει ενισχυθεί αρκετά τα τελευταία χρόνια», ήταν ένα ακόμη συμπέρασμα του Θ. Κοντογεώργη, που εξήγησε επιπλέον, ότι όταν συζητάς και θες να παίζεις ένα ρόλο, θα πρέπει να αισθάνεσαι ασφαλής. «Αυτή τη δουλειά κάνει η κυβέρνηση, αυτό το πολιτικό κεφάλαιο διαθέτει ο πρωθυπουργός, και το χρησιμοποιεί στο ευρύτερο διεθνές περιβάλλον προκειμένου να εξασφαλίσει περισσότερα για τη χώρα μας», τόνισε επίσης.

Εν κατακλείδι, «ακόμη και τους πολίτες που εμφανίζονται δυσαρεστημένοι, εμείς θα προσπαθήσουμε, με το αποτέλεσμα, να πείσουμε ότι η Νέα Δημοκρατία και ο πρωθυπουργός αξίζουν και μια τρίτη θητεία», κατέληξε.