Με ποιο σπουδαίο υδραυλικό έργο της αρχαιότητας μπορεί να σχετίζεται ένας πήλινος αγωγός που βρέθηκε στις Αχαρνές, δίπλα σε ένα περίπλοκο υδραυλικό σύστημα λεξευμένο στον φυσικό βράχο; Ποια ήταν, τελικά, η χρησιμότητα του Μηχανισμού των Αντικυθήρων; Ποιες πρωτοποριακές οικοδομικές λύσεις εφαρμόστηκαν στο συγκρότημα κτιρίων της Παναγίας Καταπολιανής στην Πάρο; Ποια ήταν η στρατιωτική τεχνολογία στα τέλη της Εποχής του Χαλκού στο Αιγαίο και ποιες μελισσοκομικές μεθόδους χρησιμοποιούνταν στην αρχαία Ελλάδα;

Σε αυτά και σε πολλά ακόμα ερωτήματα θα επιχειρήσουν να απαντήσουν επιστήμονες που ασχολούνται με την έρευνα και τη μελέτη της Αρχαίας Ελληνικής και Βυζαντινής Τεχνολογίας, στο συνέδριο που ξεκινά αύριο στο Μέγαρο Μουσικής. Πρόκειται για το 3ο Διεθνές Συνέδριο Αρχαίας Ελληνικής και Βυζαντινής Τεχνολογίας, που διοργανώνεται από την Εταιρεία Διερεύνησης της Αρχαιοελληνικής και Βυζαντινής Τεχνολογίας (ΕΔΑΒυΤ) και το Κέντρο Διάδοσης Επιστημών και Μουσείο Τεχνολογίας – ΝΟΗΣΙΣ. Οι εργασίες του συνεδρίου θα διεξαχθούν από 19 έως 21 Νοεμβρίου 2024 στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και για πρώτη φορά θα μεταδοθούν ταυτόχρονα στο αμφιθέατρο του ΝΟΗΣΙΣ. Όπως αναφέρουν οι διοργανωτές, στόχος του συνεδρίου είναι η παρουσίαση επιστημονικών εργασιών που αφορούν την Αρχαία Ελληνική Τεχνολογία από τις απαρχές μέχρι και τους βυζαντινούς χρόνους και η ανάδειξη των πρόσφατων πορισμάτων της διεθνούς επιστημονικής έρευνας σ’ αυτόν τον τομέα.

Ενδεικτικά αναφέρουμε κάποιες από τις πολύ ενδιαφέρουσες ανακοινώσεις:

Η ‘Αννα Μιχαηλίδου, ομότιμη διευθύντρια Ερευνών Ινστιτούτου Ιστορικών Ερευνών, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, με τίτλο ανακοίνωσης «Η αναζήτηση της σχέσης γραφής και κεραμικής τεχνολογίας στο Ακρωτήρι Θήρας. Η περίπτωση των δύο αγγείων με εγχάρακτο σημείο Γραμμικής Α γραφής» θα αναφερθεί σε δύο αγγεία από το Ακρωτήρι Θήρας που «φέρουν αμφότερα στην ίδια -εμφανή- θέση, χαραγμένα με επιμέλεια πριν από το ψήσιμο, από ένα σημείο γραφής της Γραμμικής Α γραφής, το ΑΒ 81, με ενδεχόμενη φωνητική αξία ku (αν ταυτίζεται με την αξία στη Γραμμική Β) και αντίστοιχα το ΑΒ 164 (με άγνωστη ενδεχόμενη φωνητική αξία). Τα φέροντα αγγεία έχουν το ίδιο μέγεθος και σχήμα, επομένως φαίνεται να αποκλείεται καταρχάς η δήλωση διαφορετικής χωρητικότητας ή ονόματος του κάθε αγγείου. Τα αγγεία βρέθηκαν στην ίδια θέση στον οικισμό, επομένως τα σημεία δεν δήλωναν διαφορετικό τόπο προορισμού, εκτός αν κατασκευάστηκαν από την αρχή για να παραληφθούν από διαφορετικούς αποδέκτες… Ανεξάρτητα από την πιθανότητα τα σημεία να δηλώνουν διαφορετικό περιεχόμενο για καθένα από τα δύο ομοιόμορφα αγγεία, το γεγονός ότι έχουν γίνει πριν από το ψήσιμο τα συνδέει καταρχήν με τον τεχνίτη της κατασκευής τους. Επειδή, από παλαιογραφική άποψη οι συγκεκριμένες σημειώσεις δείχνουν να είναι έργο γραφέα πινακίδων, επανέρχεται το ερώτημα για τη σχέση ή ταύτιση του γραφέα με τον κατασκευαστή των δύο αγγείων. Και παραμένει ως στόχος η συμβολή τους στο γενικότερο θέμα για την προγραμματισμένη σημείωση των αγγείων πριν από το ψήσιμο, ιδίως όταν πρόκειται για σημεία γραφής», όπως σημειώνεται μεταξύ άλλων στην περίληψη της παρουσίασης.

«Η πανοπλία των Δενδρών. Προσεγγίσεις στην επιχειρησιακή της λειτουργία», είναι ο τίτλος της ανακοίνωσης των Σπυρίδωνα Μπάκα από το Πανεπιστήμιο Βαρσοβίας (Αρχαιολογία, MA) και Δημητρίου Κατσίκη, αρματοποιού αρχαίων όπλων, από το Πανεπιστήμιο Wageningen (Αστική Περιβαλλοντική Διαχείριση, Msc). Στην περίληψη της παρουσίασής τους αναφέρονται τα εξής: «Η πανοπλία των Δενδρών, που ανακαλύφθηκε από τον καθηγητή Paul Åström και τον Δρ. Νικόλαο Βερδελή στον τάφο 12 κοντά στην ακρόπολη της Μιδέας στην Αργολίδα, χρονολογείται στην Υστεροελλαδική ΙΙΒ περίοδο. Αναγνωρισμένη ως το πρώτο πλήρες σετ θωράκισης σώματος που έχει βρεθεί στα αρχαιολογικά δεδομένα, εγείρει σημαντικά ερωτήματα σχετικά με τη λειτουργικότητα και τις συνθήκες υπό τις οποίες ο πολεμιστής θα μπορούσε να τη χρησιμοποιήσει. Η παρούσα μελέτη εστιάζει στη διερεύνηση των κατασκευαστικών παραμέτρων και των τεχνικών χαρακτηριστικών της πανοπλίας των Δενδρών στο πεδίο της μάχης. Ενώ οι Åström και Βερδελής παρέχουν την κύρια βάση πληροφοριών, η μελέτη εμπλουτίζεται από νεότερες ακαδημαϊκές έρευνες πάνω στο θέμα. Για να κατανοηθούν καλύτερα οι λειτουργικές ιδιότητες και η αποτελεσματικότητα της πανοπλίας, πραγματοποιήθηκε σειρά πειραμάτων που περιλάμβαναν την ανακατασκευή ενός αντιγράφου και τη δοκιμή του τόσο από πλευράς κινητικής λειτουργίας όσο και σε συνδυασμό με διάφορα όπλα. Η έρευνα προτείνει ότι αυτός ο τύπος θωράκισης προοριζόταν για χρήση από το πεζικό, με κύριο όπλο το δόρυ, ενώ η επιτυχής επιχειρησιακή του δράση απαιτούσε τη συνεργασία ελαφρύτερων μονάδων. Παράλληλα, υπογραμμίζεται η ανάγκη για ανοιχτό πεδίο μάχης, καθώς η πανοπλία καθιστά την κίνηση σε στενούς χώρους δύσκολη, ενώ η ικανότητα του πολεμιστή να χρησιμοποιεί την πανοπλία πάνω σε άρμα παραμένει αμφίβολη».

Η Χαρίκλεια Παπαγεωργιάδου, διευθύντρια Ερευνών, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών, στην ανακοίνωσή της με τίτλο «Κερματίων μεταμορφώσεις. Από τα σφάλματα παραγωγής στις μεθόδους ελέγχου», θα μιλήσει για τα νομίσματα που παρουσιάζουν κάποιου είδους παραμορφώσεις. «Εικονογραφικές μαρτυρίες και αρχαιολογικά ευρήματα επέτρεψαν την ανασύσταση των τεχνικών παραγωγής των νομισμάτων ήδη από το 1922, οι οποίες επιβεβαιώνονται από τη σύγχρονη πειραματική αρχαιολογία. Η όλη διαδικασία, από την επιλογή και τις παρεμβάσεις στη χημική σύσταση του κράματος, τη σφυρηλάτηση και τη δημιουργία των πετάλων, την κατασκευή και τη χάραξη των μητρών, μέχρι το τελικό χτύπημα ή τη χύτευση και την ολοκλήρωση των κερμάτων απαιτούσε ακριβείς υπολογισμούς και δεξιοτεχνία και βέβαια τη στιβαρή παρουσία της εκδίδουσας αρχής. Η εκδίδουσα αρχή μπορούσε να παρέμβει με πολλούς τρόπους στη νομισματική διαδικασία, θέτοντας σε κυκλοφορία ακόμα και υποτιμημένα νομίσματα σε περιόδους κρίσης, κυρίως, αλλά όχι μόνον, προωθώντας μια κρατική κιβδηλεία, η οποία ωστόσο τιμωρείτο με θάνατο στην περίπτωση ιδιωτών. Παρόλο που η παραγωγή των νομισμάτων γινόταν υπό έλεγχο, δεν έλειπαν οι κακοτεχνίες, αν και η σπανιότητά τους σε σχέση με τον αριθμό των διασωζόμενων νομισμάτων υποδηλώνει ότι οι αποτυχημένες κοπές αποσύρονταν και επαναχυτεύονταν. Η επαναχύτευση γενικά, όπως και η επικοπή σε παλαιότερα ή ξένης αρχής νομίσματα, ήταν μάλλον κοινή πρακτική, καθώς το μέταλλο ήταν πολύτιμο και δυσεύρετο σε πολλές περιοχές. Οι επικοπές, όπως και οι επισημάνσεις, αν και επιφέρουν σημαντικές αλλοιώσεις στα πέταλα, δίνουν σημαντικές ιστορικές πληροφορίες για την κυκλοφορία των νομισμάτων», εξηγεί μεταξύ άλλων η περίληψη της ανακοίνωσης.

«Ο κτιστός καμαροσκεπής μακεδονικού τύπου τάφος στο Περιβόλι Σπερχειάδος. Η αρχιτεκτονική ενός μνημείου μείζονος σημασίας κτισμένου κατά την εποχή άνθησης της μακεδονικής κυριαρχίας», είναι ο τίτλος ομιλίας της Αριστέας Παπασταθοπούλου, Δρ αρχαιολόγος, αναπληρώτρια Προϊσταμένη του Τμήματος Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων και Μουσείων στην Εφορεία Αρχαιοτήτων Φθιώτιδας και Ευρυτανίας. «Το αξιόλογο αυτό ταφικό μνημείο κατασκευάστηκε περίπου τον 3ο αι πΧ, κατά την εποχή της μακεδονικής κυριαρχίας στην περιοχή της αρχαίας Αινίδας και αποτελεί τυπικό παράδειγμα κτιστού καμαροσκεπή μακεδονικού τύπου τάφου. Η χρήση του συνεχίστηκε κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο, όπως αποδεικνύεται από τους λύχνους, οι οποίοι αποτελούν το κύριο κτέρισμα των μεταγενέστερων ταφών και ανάγουν τη χρήση του τάφου έως και τον 7ο αι. Ο τάφος αποτελείται από τον ταφικό θάλαμο και τον δρόμο. Πάνω από τον ταφικό θάλαμο διαπιστώθηκε η ύπαρξη υπέργειας κατασκευής και εντοπίστηκαν δύο ανόμοιες βάσεις κιόνων. Θα μπορούσε να υποτεθεί ότι σηματοδοτούσε τις σημαντικές ταφές που είχαν πραγματοποιηθεί στο ταφικό μνημείο. Ο τάφος στο Περιβόλι Σπερχειάδος, όπως και όλοι οι κτιστοί καμαροσκεπείς μακεδονικού τύπου τάφοι στην περιοχή της Αινίδας και στην κοιλάδα του Σπερχειού ποταμού, αποτελούν επαρχιακή μίμηση ανάλογων μνημείων της Μακεδονίας, σε μία εκδοχή ήσσονος τεχνικής και καλλιτεχνικής επιμέλειας. Εξετάζονται τα τυπολογικά χαρακτηριστικά της αρχιτεκτονικής του συγκριτικά με τους τάφους του ίδιου είδους οι οποίοι έχουν ερευνηθεί στη Μακεδονία και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας. Η δεσπόζουσα θέση του το αναγορεύει σε ένα από τα σημαντικότερα μνημεία της περιοχής, με αξία τοπικής μα και υπερτοπικής εμβέλειας. Η αρχαιολογική αξία του για τη μνημειακή και ιστορική τοπογραφία της περιοχής καθιστούν ως προτεραιότητα την αποκατάσταση και την ανάδειξή του», αναφέρει μεταξύ άλλων η περίληψη της παρουσίασης.