Ο «κύριος Βαρδής» αγαπούσε πολύ την Κρήτη. Οποιος παρουσιαζόταν στο γραφείο του φορώντας στιβάνια, βράκα ή έστω κεφαλομάντιλο, ειδικά αν ήταν κάποιας ηλικίας που έδειχνε «παλιό» άνθρωπο του νησιού, είχε σχεδόν το ελεύθερο να μπαίνει μέσα στο γραφείο. Ολη η πολυπληθέστατη φρουρά του, στην οποία εμπιστευόταν τη ζωή του (και της οικογένειάς του), αποτελούνταν από μελαχρινούς μουστακαλήδες.
Ηταν όλοι τους επαγγελματίες, αλλά ο κύριος Βαρδής έβρισκε κρητικούς επαγγελματίες. Περηφανευόταν που ήταν Κρητικός και Σφακιανός, αλλά αντιδρούσε έντονα αν του έλεγε κανείς ότι είναι Χανιώτης. Τα Σφακιά μπορεί να ανήκουν στα Χανιά, αλλά οι Σφακιανοί δεν είναι Χανιώτες. Είναι Σφακιανοί. Γι’ αυτό άλλωστε ήταν οι μόνοι Κρητικοί που δεν δέχτηκαν ποτέ τον Ελευθέριο Βενιζέλο ως αρχηγό. Ο Σφακιανός δεν δέχεται παρά μόνο άλλο Σφακιανό για αρχηγό. Αν εμφανιζόταν κάποιος από την Επισκοπή Ρεθύμνου, εκεί όπου μετοίκησαν οι Βαρδινογιάννηδες από τα Σφακιά, γινόταν χαλί να τον πατήσει. Μουρμούριζε επειδή οι Κρητικοί ζητάνε διαρκώς βοηθήματα και ρουσφέτια, αλλά στο τέλος τα ικανοποιούσε όλα. Εξάλλου, τους ήξερε όλους με τα μικρά τους ονόματα, καθώς και ολόκληρη την οικογενειακή ιστορία τους.
Αγαπούσε παθολογικά το Πολεμικό Ναυτικό και τις Ενοπλες Δυνάμεις. Τον καιρό της χρεoκοπίας πλήρωνε τα καύσιμα για να γίνονται οι στρατιωτικές παρελάσεις στις εθνικές εορτές. Σε μια άκρη του γραφείου του, ανάμεσα στις δεκάδες φωτογραφίες παιδιών και εγγονιών, είχε πάντα το εκκαθαριστικό της σύνταξής του ως απόστρατος του Πολεμικού Ναυτικού. Ο άνθρωπος του 1,5 δισ. ευρώ έδειχνε το εκκαθαριστικό της σύνταξής του στους συνομιλητές του λέγοντας: «Ορίστε πού κατάντησε το ελληνικό κράτος, να δίνει σε ναυάρχους συντάξεις 900 και 1.000 ευρώ». Δεν το έλεγε φυσικά για αυτόν, αλλά για τους συμμαθητές και συναδέλφους του. Πήγαινε ανελλιπώς στις ετήσιες συναντήσεις που έκανε η σειρά του στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων. Μια φορά είπε σε κάποιον συνεργάτη του ότι η σύναξη δεν θα γινόταν διότι οι μισοί απόστρατοι ακύρωσαν με διάφορες προφάσεις, αλλά στην πραγματικότητα επειδή δεν είχαν τα 30 ευρώ για τη συμμετοχή τους. «Ε, γιατί δεν πληρώσατε εσείς την ταβέρνα;», τον ρώτησε ο συνεργάτης αφελώς. Εξεμάνη. «Ναύαρχοι που κυβέρνησαν στόλους είναι, όχι ζητιάνοι του Βαρδινογιάννη», τον αποστόμωσε. Η χούντα τον έστειλε εξορία. Δεν ήθελε ούτε να τους βλέπει, πιστεύοντας ότι εκτός από τον ίδιο, έκαναν τεράστιο κακό στη χώρα και στις Ενοπλες Δυνάμεις. Είναι όμως γνωστό, και δεν το έκρυβε, ότι πλήρωσε αρκετές φορές τα νοσήλια πρωτεργατών πριν τελευτήσουν, θεωρώντας αναξιοπρεπές να πεθάνει στην ψάθα και δίχως νοσοκομειακή περίθαλψη έλληνας αξιωματικός, ό,τι κι αν είχε κάνει.
Είχε διάφορες πολιτικές θεωρίες για την πορεία του τόπου. Δίχως να είναι βασιλόφρονας, απεχθανόταν τον γέρο Καραμανλή επειδή κατ’ αυτόν κορόιδεψε τον βασιλιά. Θεωρούσε μεγάλο τον Ανδρέα, δίχως να είναι παπανδρεϊκός. Περιέγραφε διάφορους απίθανους πολιτικούς άνδρες της δεκαετίας του ’50 και του ’60, ονομάζοντάς τους είτε σωτήρες είτε καταστροφείς της χώρας. Επαναλάμβανε τακτικά αυτές τις θεωρίες σε όλους, σε αρχηγούς κομμάτων, πρωθυπουργούς, υπουργούς, πολιτικές προσωπικότητες, δίχως να μεταβάλλει το παραμικρό από τα λεγόμενά του στην πορεία των χρόνων.
Ηταν λογικό. Δεν άκουσε ποτέ από κανέναν τους τον παραμικρό αντίλογο. Ολοι τον άκουγαν και συμφωνούσαν. Κατά την τουρκική παροιμία «ο πλούσιος ομιλεί, ο φτωχός ακούει». Μέσα στην αίθουσα της δίκης της «17 Νοέμβρη» είπε στον Κουφοντίνα και στον Γιωτόπουλο, που του είχαν ρίξει τις ρουκέτες: «Είστε τυχεροί που βρίσκεστε εδώ και δεν σας είχα εντοπίσει νωρίτερα». Ενα μέλος της οικογένειας Μητσοτάκη (που είχε και αυτή νεκρό από τη «17 Νοέμβρη») είχε εκμυστηρευθεί πολλά χρόνια αργότερα ότι ο Βαρδής τού είχε πει με νόημα: «Αν βρουν τον Κουφοντίνα νεκρό, όλοι θα νομίσουν ότι το έκανα εγώ εξαιτίας αυτού που είπα στο δικαστήριο, ενώ δεν θα είμαι εγώ…» Οταν βγήκε αλώβητος από τη δολοφονική απόπειρα, με τρεις ρουκέτες και ένα παγιδευμένο αυτοκίνητο, είπε στον δικηγόρο του: «Σούταρε ο Σαραβάκος πέναλτι και βρήκε το δοκάρι».
Είχε πάντως δικό του μηχανισμό που επί χρόνια έψαχνε τους 17Νοεμβρίτες. Δεν τους βρήκε. Ηταν μανιακός με την ακρίβεια των ραντεβού του. Ενας κυβερνήτης του κότερού του διηγούνταν πάντως ότι μια φορά άφησε ακόμη και την κυρία Μαριάννα να περιμένει στην προβλήτα ενώ το σκάφος έφευγε με δική του εντολή, διότι η σύζυγος του είχε αργήσει δέκα λεπτά. Είδαν το αμάξι της να φτάνει πριν βγουν από το λιμανάκι, αλλά το κότερο δεν επέστρεψε. Οταν πάντως η Μαριάννα τού έκανε κάποιο ανεπαίσθητο νάζι, έσμιγε τα βαριά φρύδια του δήθεν ενοχλημένος, αλλά το χαιρόταν.
Ο κύριος Βαρδής Βαρδινογιάννης… Ψηλά βουνά, βαθιές χαράδρες. Πεθαίνουν, λοιπόν, και αυτοί…