Μπορεί οι προσπάθειες για την καταπολέμηση του εκφοβισμού των παιδιών και της σεξουαλικής βίας στο διαδίκτυο να μας οδηγήσουν σε σκοτεινές ατραπούς και μία άνευ προηγουμένου επιτήρηση της online επικοινωνίας;
Αυτό το ερώτημα αποτελεί τον πυρήνα της συζήτησης για τη νέα οδηγία της ΕΕ με στόχο την προστασία των ανηλίκων στο διαδίκτυο, που θα συζητηθεί από τους αρμόδιους υπουργούς στις 10 Οκτωβρίου. Η νέα νομοθεσία υποχρεώνει πλατφόρμες, όπως οι WhatsApp, iMessage και Signal, να “σκανάρουν” ύποπτο περιεχόμενο και να ενημερώνουν σχετικά τις αρχές, με δική τους ευθύνη.
Οι εμπνευστές της νέας οδηγίας υποστηρίζουν ότι μόνο έτσι θα μπει τέλος στη συνεχή αύξηση των περιστατικών παρενόχλησης και σεξουαλικής βίας. Στο στόχαστρο θα είναι ιδιαίτερα το αποκαλούμενο cybergrooming.
Πρόκειται για μία αρχική, δήθεν φιλική προσέγγιση ανηλίκων μέσω διαδικτύου, με στόχο την αποπλάνηση και τη σεξουαλική κακοποίηση στο μέλλον.
Οι επικριτές, από την άλλη πλευρά, σημαίνουν συναγερμό και προειδοποιούν ότι η νέα νομοθεσία όχι μόνο θα είναι αναποτελεσματική και επιρρεπής σε σφάλματα, αλλά θα επιφέρει την κατάφωρη παραβίαση της ιδιωτικής σφαίρας εκατοντάδων εκατομμυρίων Ευρωπαίων.
“Φαίνεται ότι είναι πρόφαση…”
“Προφανώς όλοι συμφωνούμε, ως κοινωνία, ότι είναι σημαντικό να καταπολεμήσουμε το ακατάλληλο περιεχόμενο” λέει η Άνια Λέμαν, καθηγήτρια για την Ασφάλεια στον Κυβερνοχώρο στο Ινστιτούτο “Χάσο Πλάτνερ” με έδρα το Πότσνταμ. “Ωστόσο, δεν υπάρχει καμία αξιόπιστη ένδειξη ότι τα προτεινόμενα μέτρα θα είναι πράγματι αποτελεσματικά. Για μία ακόμη φορά φαίνεται ότι η καταπολέμηση αυτών των ποινικών αδικημάτων αποτελεί πρόφαση για να παραβιαστεί η ασφαλής κρυπτογράφηση της online επικοινωνίας”. Στο ίδιο μήκος κύματος ο Αντρέ Χάουγκ, αντιπρόεδρος του Γερμανικού Δικηγορικού Συλλόγου, που εκπροσωπεί περίπου 166.000 δικηγόρους σε όλη τη χώρα, ξεκαθαρίζει ότι “αυτή η οδηγία συνεπάγεται μαζικές παραβιάσεις θεμελιωδών δικαιωμάτων, σε αυτό συμφωνούν όλοι οι νομικοί”. Παλαιότερα σχέδια της οδηγίας έχουν ήδη απορριφθεί.
Η σημερινή εκδοχή αποτελεί προϊόν επεξεργασίας από την ουγγρική προεδρία της ΕΕ, η οποία, σύμφωνα με τον Χάουγκ, “περιέχει ορισμένες μικρές τροποποιήσεις, αλλά δεν αντιμετωπίζει την ουσία του προβλήματος”. Με άλλα λόγια, επισημαίνει ο Γερμανός νομικός, παραβιάζει το άρθρο 7 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ (“Σεβασμός της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής”), καθώς και το άρθρο 8 (“Προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα”), επεμβαίνοντας ακόμη και εκεί που απαιτείται αυξημένος βαθμός προστασίας “όπως η επικοινωνία ανάμεσα στον δικηγόρο και τον πελάτη ή ανάμεσα στον γιατρό και τον ασθενή”.
Πώς γίνεται ο έλεγχος;
Το νέο σχέδιο οδηγίας δεν αναφέρει με ποιον ακριβώς τρόπο θα γίνεται ο έλεγχος της επικοινωνίας. Γνώστες του αντικειμένου θεωρούν ως μόνη εφικτή μέθοδο το αποκαλούμενο “client-side scanning”, όπου το περιεχόμενο αποθηκεύεται σε μία τράπεζα δεδομένων και γίνεται ορατό στη συσκευή του χρήστη, πριν καν αρχίσει η κρυπτογράφηση. Συγκρίνοντας τη μέθοδο αυτή με τη συμβατική πραγματικότητα εκτός διαδικτύου η Άνια Λέμαν λέει ότι “είναι σαν να λέει το κράτος ότι δεν θα ανοίγει φακέλους για να ελέγξει τις επιστολές μας, αλλά θα κάθεται από πάνω μας για να βλέπει τί γράφουμε”.
Οι επικριτές της οδηγίας επισημαίνουν δύο ακόμη κινδύνους: Πρώτον, ότι νέες τεχνολογίες Τεχνητής Νοημοσύνης που δεν έχουν ακόμη “ωριμάσει” μπορεί να κάνουν σημαντικά σφάλματα σκανάροντας την ανθρώπινη επικοινωνία, προκαλώντας “λάθος συναγερμό”. Δεύτερον, ότι αν αρχίσει να χρησιμοποιείται η νέα τεχνολογία παρακολούθησης, σύντομα θα επεκταθεί και σε άλλα πεδία, εκτός από την καταπολέμηση της παρενόχλησης και της σεξουαλικής βίας κατά των ανηλίκων. Εν τέλει παραμένει άδηλο, αν στις 10 Οκτωβρίου θα προκύψει η απαραίτητη πλειοψηφία μεταξύ των “27” για την έγκριση της οδηγίας. Αν όχι, το κείμενο θα επιστρέψει στις Βρυξέλλες για περαιτέρω επεξεργασία. Η Γερμανία είναι αντίθετη και αναζητεί συμμάχους στο Συμβούλιο. Η Ολλανδία έχει ήδη ανακοινώσει ότι δεν θα υποστηρίξει το νέο σχέδιο της οδηγίας.
Πηγή: capital.gr